ανθόκηπος

ανθόκηπος
ο και ανθοκήπιο και -κήπι, το
κήπος η θερμοκήπιο όπου καλλιεργούνται καλλωπιστικά φυτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανθοκήπιο — και ανθοκήπι, το βλ. ανθόκηπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + κηπίον, υποκορ, του κήπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Χρ. Δαραλέξη (ψευδώνυμο Daramot) στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ανθώνας — ο (Μ ἀνθών) 1. μέρος όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται άνθη, ανθόκηπος 2. έκταση που χρησιμοποιείται για ανθοκομία, αλτάνα …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • ανθοκήπιο — ανθοκήπιο, το και ανθόκηπος, ο κήπος στον οποίο καλλιεργούνται κυρίως λουλούδια για πούλημα: Στο κτήμα τους είχαν κι ένα μικρό ανθόκηπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθώνας — ο ανθόκηπος: Στο πίσω μέρος του σπιτιού τους έχουν έναν ωραίο ανθώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”